- μελένιος, -ια, -ιο
- 1. φτιαγμένος με μέλι: Μας πρόσφερε χαλβά μελένιο.2. (συνεκδοχ.), γλυκός σαν μέλι: Λόγια μελένια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μελένιος — α, ο [μέλι] 1. αυτός που είναι παρασκευασμένος από μέλι ή ζυμωμένος με μέλι («χαλβάς μελένιος») 2. αυτός που έχει το χρώμα τού μελιού, ο μελής 3. μτφ. αυτός που είναι γλυκός σαν το μέλι («και το κρουστό σου το κορμί και το μελένιο στόμα», Παλαμ.) … Dictionary of Greek
μέλι — Ρευστή σακχαρώδης ουσία με ιδιαίτερο άρωμα. Προέρχεται από το νέκταρ των ανθέων, το οποίο απορροφούν οι μέλισσες και αποθηκεύουν στον πρόλοβό τους. Το νέκταρ είναι ένας γλυκός χυμός που εκκρίνεται από ειδικούς αδένες των ανθέων και αποτελείται… … Dictionary of Greek